γνωστικεύω

γνωστικεύω
[γνωστικός]
γίνομαι συνετός, φρόνιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γνωστεύω — (Α γνωστεύω) [γνώστης] Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω II. παθ. γνωστεύομαι νεοελλ. βάζω γνώση, σωφρονίζομαι αρχ. επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”